- ἀντίπνοιαι
- ἀντίπνοιαconflicting windfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλιμβορέας — παλιμβορέας, ὁ (Α) άνεμος που πνέει αντίθετα προς τον επικρατούντα βόρειο άνεμο («καὶ ὑπ αὐτοὺς τοὺς ἐτησίας ἀντίπνοιαι γίνονται τῷ βορέᾳ διὰ τὴν περίκλασιν... οὕς δὴ καλοῡσι παλιμβορέας», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βορέας] … Dictionary of Greek